- υπόκρηνος
- -ον, Ααυτός που βρίσκεται κάτω από το κεφάλι κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -κρηνος (< *κρᾶνον, βλ. λ. κρανίο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπόκρηνον — ὑπόκρηνος under the head masc/fem acc sg ὑπόκρηνος under the head neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek